- λιγουρεύω
- μετ. страстно желать (чего-л.); зариться (на что-л.);
λιγουρεύομαι — быть охваченным страстным желанием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιγουρεύομαι — быть охваченным страстным желанием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλιγούρευτος — η, ο [λιγουρεύω] 1. αυτός που δεν τόν λιγουρεύεται, δεν τόν ποθεί κανείς 2. αυτός που δεν λιγουρεύεται, δεν ποθεί έντονα κάτι … Dictionary of Greek
λιγουρευτός — ή, ό [λιγουρεύω] αυτός που προκαλεί τον πόθο, λαχταριστός … Dictionary of Greek
αναγλείφομαι — αναγλείφτηκα, γλείφω τα χείλια μου στη θέα ή τη σκέψη ορεχτικού φαγητού, λιγουρεύω: Στο αντίκρισμα των ορεχτικών φαγητών αναγλειφόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)